Ἔμποροϲ

Count: 3

NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN one who goes on shipboard as a passenger

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ἔμπορος NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 2
Ἔμπορος NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 1
Ἔμπορόϲ NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 1
ἔμποροϲ NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 1
ἐμπόρους NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 1