Δίκαιοϲ

Count: 3

NOM.SG MASC δίκαιος NOUN just, observant of custom, correct, balanced

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Δίκαιος NOM.SG MASC δίκαιος NOUN 21
Δίκαιός NOM.SG MASC δίκαιος NOUN 2
δικαιοτάτης NOM.SG MASC δίκαιος NOUN 1
δίκάιος NOM.SG MASC δίκαιος NOUN 1
>δικαίων< NOM.SG MASC δίκαιος NOUN 1