οἰκειότηϲ

Count: 3

NOM.SG FEM οἰκειότης NOUN kindred, relationship

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

οἰκειότης NOM.SG FEM οἰκειότης NOUN 38
Οἰκειότης NOM.SG FEM οἰκειότης NOUN 2
οἰκειότητί NOM.SG FEM οἰκειότης NOUN 1
οἰκειότησ NOM.SG FEM οἰκειότης NOUN 1