Κωμικόϲ

Count: 3

NOM.SG MASC κωμικός NOUN of or for comedy, comic

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Δειπνοϲοφιϲτῶν NOM.SG MASC κωμικός NOUN 6
Δειπνοϲοφιϲταί NOM.SG MASC κωμικός NOUN 2
κωμικός NOM.SG MASC κωμικός NOUN 1
Κωμικός NOM.SG MASC κωμικός NOUN 1