διαφθαρήϲεται

Count: 3

PRES MID 3SG IND διαφθείρω VERB to destroy, ruin; to corrupt

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διαφθείρεται PRES MID 3SG IND διαφθείρω VERB 180
διαφθείρεταί PRES MID 3SG IND διαφθείρω VERB 3
καταβλάπτεται PRES MID 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διαφθερέεται PRES MID 3SG IND διαφθείρω VERB 1
Διαφθείρεται PRES MID 3SG IND διαφθείρω VERB 1