ἀνταγωνιϲτὴϲ

Count: 3

NOM.SG MASC ἀνταγωνιστής NOUN an opponent, competitor, rival

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ἀνταγωνιστὴς NOM.SG MASC ἀνταγωνιστής NOUN 14
ἀνταγωνιστής NOM.SG MASC ἀνταγωνιστής NOUN 9
ἀνταγωνιστὰς NOM.SG MASC ἀνταγωνιστής NOUN 1
ἀνταγωνιϲτήϲ NOM.SG MASC ἀνταγωνιστής NOUN 1