Περιπατητικόϲ

Count: 3

NOM.SG MASC περιπατητικός NOUN walking about while teaching

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Στωϊκόϲ NOM.SG MASC περιπατητικός NOUN 7
Στωϊκός NOM.SG MASC περιπατητικός NOUN 5
Περιπατητικός NOM.SG MASC περιπατητικός NOUN 3
Περιπατητικῆς NOM.SG MASC περιπατητικός NOUN 1
περιπατητικός NOM.SG MASC περιπατητικός NOUN 1