πομφόλυγος

Count: 3

GEN.SG MASC πομφόλυξ NOUN a bubble

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πομφόλυγος NOM.SG MASC πομφόλυξ ADJ 11
πομφόλυγος GEN.SG FEM πομφόλυξ ADJ 10
πομφόλυγος GEN.SG FEM πομφόλυξ NOUN 6
πομφόλυγος GEN.SG MASC πομφόλυξ ADJ 5
πομφόλυγος ACC.PL FEM πομφόλυξ ADJ 2
πομφόλυγος NOM.SG FEM πομφόλυξ ADJ 2
πομφόλυγος NOM.SG MASC πομφόλυξ NOUN 1
πομφόλυγος GEN.SG NEUT πομφόλυξ ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

πομφόλυγός GEN.SG MASC πομφόλυξ NOUN 1