περιστερώδη

Count: 3

NOM.PL NEUT περιστερώδης ADJ

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

περιστερώδη ACC.PL NEUT περιστερώδης ADJ 2
περιστερώδη ACC.PL NEUT περιστερώδης NOUN 1
περιστερώδη NOM.PL NEUT περιστερώδης NOUN 1