μεσαιπόλιος

Count: 3

GEN.SG FEM μεσαιπόλιος NOUN half-gray, grizzled

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μεσαιπόλιος AOR ACT 3SG OPT μεσαιπόλιος VERB 4
μεσαιπόλιος NOM.SG MASC μεσαιπόλιος NOUN 2
μεσαιπόλιος DAT.SG FEM μεσαιπόλιος NOUN 1
μεσαιπόλιος VOC.SG FEM μεσαιπόλιος NOUN 1
μεσαιπόλιος NOM.PL FEM μεσαιπόλιος NOUN 1
μεσαιπόλιος NOM.SG FEM μεσαιπόλιος NOUN 1