ἀκερσεκόμης

Count: 3

NOM.SG MASC ἀκερσεκόμης NOUN with unshorn hair

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἀκερσεκόμης PRES ACT 2SG IND ἀκερσεκόμης VERB 2
ἀκερσεκόμης PRF ACT ACC.PL FEM PTCP ἀκερσεκόμης VERB 1
ἀκερσεκόμης AOR PASS 2SG IND ἀκερσεκόμης VERB 1
ἀκερσεκόμης GEN.SG FEM ἀκερσεκόμης NOUN 1
ἀκερσεκόμης GEN.SG FEM ἀκερσεκόμης NOUN 1