δικαστή

Count: 3

NOM.SG FEM δικαστής NOUN a judge

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δικαστή ACC.PL NEUT δικαστής NOUN 2
δικαστή ACC.PL NEUT δικαστής ADJ 1
δικαστή NOM.SG MASC δικαστής NOUN 1