διαυγείας

Count: 3

GEN.SG FEM καθαρότης NOUN cleanness, purity

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

καθαρότητος GEN.SG FEM καθαρότης NOUN 72
καθαρότητός GEN.SG FEM καθαρότης NOUN 2
καθαρότητοϲ GEN.SG FEM καθαρότης NOUN 1