διαφθείραι

Count: 3

AOR ACT 3SG OPT διαφθείρω VERB to destroy, ruin; to corrupt

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαφθείραι AOR ACT INF διαφθείρω VERB 1

Other Forms With Same Analysis

διαφθείρειεν AOR ACT 3SG OPT διαφθείρω VERB 13
διαφθείρειε AOR ACT 3SG OPT διαφθείρω VERB 6
διαφθαρεῖεν AOR ACT 3SG OPT διαφθείρω VERB 4
διαφθείροι AOR ACT 3SG OPT διαφθείρω VERB 1
διαφθείραιεν AOR ACT 3SG OPT διαφθείρω VERB 1