Ὀμφαλός

Count: 3

NOM.SG MASC ὀμφαλός NOUN the navel

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ὀμφαλὸς NOM.SG MASC ὀμφαλός NOUN 74
ὀμφαλός NOM.SG MASC ὀμφαλός NOUN 34
ὀμφαλόϲ NOM.SG MASC ὀμφαλός NOUN 4
ὀμφαλὸϲ NOM.SG MASC ὀμφαλός NOUN 2
Ὀμφαλὸς NOM.SG MASC ὀμφαλός NOUN 2
Ὀμφαλόϲ NOM.SG MASC ὀμφαλός NOUN 1