συγκομιδή

Count: 3

NOM.SG FEM συγκομιδή NOUN a gathering in

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

συγκομιδὴ NOM.SG FEM συγκομιδή NOUN 4
ϲυγκομιδὴ NOM.SG FEM συγκομιδή NOUN 1
Συγκομιδή NOM.SG FEM συγκομιδή NOUN 1
ξυγκομιδὴ NOM.SG FEM συγκομιδή NOUN 1