μεταπείσειε

Count: 3

AOR ACT 3SG OPT μεταπείθω VERB to change a man's persuasion

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

μεταπείσειεν AOR ACT 3SG OPT μεταπείθω VERB 3
μεταπείσειέ AOR ACT 3SG OPT μεταπείθω VERB 2
μεταδιδάξειεν AOR ACT 3SG OPT μεταπείθω VERB 1
μεταπείϲειεν AOR ACT 3SG OPT μεταπείθω VERB 1
μεταπείσαι AOR ACT 3SG OPT μεταπείθω VERB 1