γενεσιουργὸς

Count: 3

NOM.SG MASC γενεσιουργός NOUN concerned with

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γενεσιουργὸς NOM.SG MASC γενεσιουργός ADJ 15
γενεσιουργὸς NOM.SG FEM γενεσιουργός ADJ 6

Other Forms With Same Analysis

Γενεσιουργὸς NOM.SG MASC γενεσιουργός NOUN 2
Γενεσιουργός NOM.SG MASC γενεσιουργός NOUN 1
γενεσιουργός NOM.SG MASC γενεσιουργός NOUN 1
γενεϲιουργὸϲ NOM.SG MASC γενεσιουργός NOUN 1