πρωτοτόκος

Count: 3

NOM.SG MASC πρωτότοκος NOUN first-born

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πρωτοτόκος NOM.SG MASC πρωτότοκος ADJ 7
πρωτοτόκος NOM.SG FEM πρωτότοκος ADJ 2
πρωτοτόκος GEN.SG FEM πρωτότοκος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

πρωτότοκος NOM.SG MASC πρωτότοκος NOUN 9
Πρωτότοκος NOM.SG MASC πρωτότοκος NOUN 8
πρωτότοκός NOM.SG MASC πρωτότοκος NOUN 3
Πρωτοτόκους NOM.SG MASC πρωτότοκος NOUN 1
Πρωτότοκοϲ NOM.SG MASC πρωτότοκος NOUN 1
Πρωτοτόκοϲ NOM.SG MASC πρωτότοκος NOUN 1
πρωτοτόκοϲ NOM.SG MASC πρωτότοκος NOUN 1
πρωτοτόκων NOM.SG MASC πρωτότοκος NOUN 1