κροκοδείλων

Count: 3

GEN.PL NEUT κροκόδειλος ADJ a lizard (see -διλος)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κροκοδείλων GEN.PL MASC κροκόδειλος NOUN 21
κροκοδείλων GEN.PL MASC κροκόδειλος ADJ 10
κροκοδείλων PRES ACT NOM.SG MASC PTCP κροκόδειλος VERB 8
κροκοδείλων ACC.SG MASC κροκόδειλος NOUN 1