πτερνιστής

Count: 3

NOM.SG MASC πτερνιστής NOUN one who strikes with the heel

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

πτερνιστὴς NOM.SG MASC πτερνιστής NOUN 10
Πτερνιστὴς NOM.SG MASC πτερνιστής NOUN 2
Πτερνιστής NOM.SG MASC πτερνιστής NOUN 1