διέξοδον

Count: 3

ACC.SG FEM διέξοδος ADJ a way out through, an outlet, passage, channel

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διέξοδον ACC.SG FEM διέξοδος NOUN 217
διέξοδον ACC.SG MASC διέξοδος NOUN 15
διέξοδον ACC.SG NEUT διέξοδος NOUN 3
διέξοδον ACC.SG NEUT διέξοδος ADJ 2
διέξοδον PRES ACT ACC.SG FEM PTCP διέξοδος VERB 1
διέξοδον ACC.SG MASC διέξοδος ADJ 1
διέξοδον AOR ACT 2SG IMP διέξοδος VERB 1
διέξοδον NOM.SG NEUT διέξοδος NOUN 1
διέξοδον ACC.SG FEM διέξοδον NOUN 1