διαιτητικόν

Count: 3

NOM.SG NEUT διαιτητικός ADJ of or for diet; critical (discussion)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαιτητικόν ACC.SG NEUT διαιτητικός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διαιτητικὸν NOM.SG NEUT διαιτητικός ADJ 5
δικαϲτικὸν NOM.SG NEUT διαιτητικός ADJ 1
ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟΝ NOM.SG NEUT διαιτητικός ADJ 1