Διάδοχος

Count: 3

NOM.SG MASC διάδοχος NOUN succeeding

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διάδοχος NOM.SG MASC διάδοχος NOUN 162
διάδοχοϲ NOM.SG MASC διάδοχος NOUN 19
διάδοχός NOM.SG MASC διάδοχος NOUN 2
διάδοχὸς NOM.SG MASC διάδοχος NOUN 1