Πριαμίδαισιν

Count: 3

DAT.PL MASC πριαμίδης NOUN son of Priam

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Πριαμίδαισιν DAT.PL FEM πριαμίδης NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Πριαμίδαις DAT.PL MASC πριαμίδης NOUN 6
Πριαμίδῃσιν DAT.PL MASC πριαμίδης NOUN 4
Πριαμίδαισι DAT.PL MASC πριαμίδης NOUN 1
Πριαμίδησιν DAT.PL MASC πριαμίδης NOUN 1