πατροκτόνον

Count: 3

ACC.SG MASC πατροκτόνος NOUN murdering one's father, parricidal

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πατροκτόνον ACC.SG MASC πατροκτόνος ADJ 6
πατροκτόνον ACC.SG NEUT πατροκτόνος NOUN 3
πατροκτόνον ACC.SG NEUT πατροκτόνος ADJ 2
πατροκτόνον ACC.SG FEM πατροκτόνος ADJ 1