γαλακτοφάγους

Count: 3

ACC.PL MASC γαλακτοφάγος NOUN milk-fed

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γαλακτοφάγους ACC.PL MASC γαλακτοφάγος ADJ 7
γαλακτοφάγους GEN.SG NEUT γαλακτοφάγος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Γαλακτοφάγους ACC.PL MASC γαλακτοφάγος NOUN 2