διαλογισμός

Count: 3

NOM.SG MASC διαλογισμός NOUN a balancing of accounts

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διαλογισμὸς NOM.SG MASC διαλογισμός NOUN 14
Διαλογισμὸς NOM.SG MASC διαλογισμός NOUN 2
διαλογιϲμόϲ NOM.SG MASC διαλογισμός NOUN 1