φιλοχρήματος

Count: 3

NOM.SG MASC φιλοχρήματος NOUN loving money, fond of money

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

φιλοχρήματος GEN.SG NEUT φιλοχρήματος NOUN 22
φιλοχρήματος NOM.SG MASC φιλοχρήματος ADJ 15
φιλοχρήματος GEN.SG MASC φιλοχρήματος ADJ 1
φιλοχρήματος GEN.SG NEUT φιλοχρήματος ADJ 1
φιλοχρήματος AOR MID NOM.SG NEUT PTCP φιλοχρήματος VERB 1