στρατοπεδεία

Count: 3

NOM.SG FEM στρατοπεδεία NOUN encampment

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Στρατοπεδεία NOM.SG FEM στρατοπεδεία NOUN 1
ϲτρατοπεδεία NOM.SG FEM στρατοπεδεία NOUN 1