περιφέρεια

Count: 3

ACC.SG FEM περιφέρεια NOUN the line round a circular body, a periphery, circumference

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

περιφέρεια NOM.SG FEM περιφέρεια NOUN 1,088
περιφέρεια GEN.SG FEM περιφέρεια NOUN 5
περιφέρεια ACC.PL NEUT περιφέρεια NOUN 1
περιφέρεια VOC.SG FEM περιφέρεια NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

περιφέρειαν ACC.SG FEM περιφέρεια NOUN 817
περιφέρειάν ACC.SG FEM περιφέρεια NOUN 10
περιφερείαν ACC.SG FEM περιφέρεια NOUN 1
περιφερεία ACC.SG FEM περιφέρεια NOUN 1