διάστημ

Count: 3

NOM.SG NEUT διάστημα NOUN an interval

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διάστημ ACC.SG NEUT διάστημα NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

διάστημα NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 805
διάστημά NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 74
Διάστημα NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 7
διάστημʼ NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 2
<διάστημα> NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 1
διάστῆμα NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 1