Βαρβαρισμός

Count: 3

NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN barbarism

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Βαρβαρισμός NOM.SG FEM βαρβαρισμός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Βαρβαρισμὸς NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 15
βαρβαρισμὸς NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 8
βαρβαρισμός NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 7
βαρβαριϲμὸϲ NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 2
βαρβαριϲμόϲ NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 1