Κροκόδειλος

Count: 3

NOM.SG MASC κροκόδειλος NOUN a lizard (see -διλος)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κροκόδειλος NOM.SG MASC κροκόδειλος NOUN 37
κροκόδειλοϲ NOM.SG MASC κροκόδειλος NOUN 2
Κροκόδειλοϲ NOM.SG MASC κροκόδειλος NOUN 1