καθαρμοῖσιν

Count: 3

DAT.PL MASC καθαρμός NOUN a cleansing, purification

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

καθαρμοῖς DAT.PL MASC καθαρμός NOUN 20
καθαρμοῖσί DAT.PL MASC καθαρμός NOUN 2
Καθαρμοῖσί DAT.PL MASC καθαρμός NOUN 1
Καθαρμοῖς DAT.PL MASC καθαρμός NOUN 1
καθαρμοῖσι DAT.PL MASC καθαρμός NOUN 1