γραμματοδιδάσκαλος

Count: 3

NOM.SG MASC γραμματοδιδάσκαλος NOUN schoolmaster

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γραμματοδιδάσκαλος NOM.SG MASC γραμματοδιδάσκαλος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

γραμματοδιδάϲκαλοϲ NOM.SG MASC γραμματοδιδάσκαλος NOUN 1