διάπυρος

Count: 3

NOM.SG MASC διάπυρος NOUN red-hot

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διάπυρος NOM.SG MASC διάπυρος ADJ 23
διάπυρος NOM.SG FEM διάπυρος ADJ 13
διάπυρος NOM.SG FEM διάπυρος NOUN 2
διάπυρος GEN.SG NEUT διάπυρος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διάπυροϲ NOM.SG MASC διάπυρος NOUN 3