καλλωπιστής

Count: 3

NOM.SG MASC καλλωπιστής NOUN one who adorns himself, dandy

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

καλλωπιστής NOM.SG MASC καλλωπιστής ADJ 10
καλλωπιστής NOM.SG FEM καλλωπιστής NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

καλλωπιϲτήϲ NOM.SG MASC καλλωπιστής NOUN 1