χρονογράφος

Count: 4

NOM.SG MASC συγγραφεύς NOUN one who collects and writes down historic facts, an historian

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

χρονογράφος NOM.SG MASC συγγραφεύς ADJ 3

Other Forms With Same Analysis

συγγραφεὺς NOM.SG MASC συγγραφεύς NOUN 164
συγγραφεύς NOM.SG MASC συγγραφεύς NOUN 47
συγγραφέας NOM.SG MASC συγγραφεύς NOUN 3
ϲυγγραφεὺϲ NOM.SG MASC συγγραφεύς NOUN 3
ϲυγγραφεύϲ NOM.SG MASC συγγραφεύς NOUN 2
ξυγγραφεὺς NOM.SG MASC συγγραφεύς NOUN 1
Συγγραφεύϲ NOM.SG MASC συγγραφεύς NOUN 1
συγραφεὺς NOM.SG MASC συγγραφεύς NOUN 1
συγγραφσὺς NOM.SG MASC συγγραφεύς NOUN 1