διατετέλεκε

Count: 4

IMPRF ACT 3SG IND διατελέω VERB (w. pple.) continually...; to bring quite to an end, accomplish

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διατετέλεκε PRF ACT 3SG IND διατελέω VERB 12
διατετέλεκε PRF ACT 2SG IMP διατελέω VERB 2

Other Forms With Same Analysis

διετέλει IMPRF ACT 3SG IND διατελέω VERB 252
διετήρει IMPRF ACT 3SG IND διατελέω VERB 12
διετέλεϲε IMPRF ACT 3SG IND διατελέω VERB 2
διεφύλασσε IMPRF ACT 3SG IND διατελέω VERB 1
διετέλεε IMPRF ACT 3SG IND διατελέω VERB 1
διετέλ IMPRF ACT 3SG IND διατελέω VERB 1
διατετάκει IMPRF ACT 3SG IND διατελέω VERB 1
Διετήρει IMPRF ACT 3SG IND διατελέω VERB 1