Πολιορκητὴς

Count: 4

NOM.SG MASC πολιορκητής NOUN taker of cities

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

πολιορκητὴς NOM.SG MASC πολιορκητής NOUN 6
πολιορκητής NOM.SG MASC πολιορκητής NOUN 1
Πολιορκητὴϲ NOM.SG MASC πολιορκητής NOUN 1
Πολιορκητής NOM.SG MASC πολιορκητής NOUN 1