δριμύϲ

Count: 4

NOM.SG MASC δριμύς ADJ piercing, sharp, keen

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δριμύϲ NOM.SG FEM δριμύς NOUN 3
δριμύϲ NOM.SG MASC δριμύς NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

δριμὺς NOM.SG MASC δριμύς ADJ 61
δριμέος NOM.SG MASC δριμύς ADJ 28
δριμύς NOM.SG MASC δριμύς ADJ 26
δριμύτερός NOM.SG MASC δριμύς ADJ 2
δριμύτατος NOM.SG MASC δριμύς ADJ 1
δριμὺ NOM.SG MASC δριμύς ADJ 1