τελειότηϲ

Count: 4

NOM.SG FEM τελειότης NOUN completeness, perfection

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

τελειότηϲ GEN.SG FEM τελειότης NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

τελειότης NOM.SG FEM τελειότης NOUN 209
τελειότητα NOM.SG FEM τελειότης NOUN 4
τελειότης᾿ NOM.SG FEM τελειότης NOUN 1
τελειότητί NOM.SG FEM τελειότης NOUN 1