δικαϲτὰϲ

Count: 4

ACC.PL MASC δικαστής NOUN a judge

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δικαϲτὰϲ ACC.PL FEM δικαστής NOUN 3

Other Forms With Same Analysis

δικαστὰς ACC.PL MASC δικαστής NOUN 276
δικαστάς ACC.PL MASC δικαστής NOUN 101
δικαϲτάϲ ACC.PL MASC δικαστής NOUN 2
δικαΰτάς ACC.PL MASC δικαστής NOUN 1
δικαστής ACC.PL MASC δικαστής NOUN 1