διδάϲκαλοι

Count: 4

NOM.PL MASC διδάσκαλος NOUN a teacher, master

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διδάϲκαλοι NOM.PL MASC διδάσκαλος ADJ 1
διδάϲκαλοι PRES ACT 3SG OPT διδάσκαλος VERB 1

Other Forms With Same Analysis

διδάσκαλοι NOM.PL MASC διδάσκαλος NOUN 240
διδάσκαλοί NOM.PL MASC διδάσκαλος NOUN 12
Διδάσκαλοι NOM.PL MASC διδάσκαλος NOUN 1
διδάσκλοι NOM.PL MASC διδάσκαλος NOUN 1