διάβολοϲ

Count: 4

NOM.SG MASC διάβολος NOUN slanderous, backbiting

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διάβολοϲ NOM.SG MASC διάβολος ADJ 5

Other Forms With Same Analysis

διάβολος NOM.SG MASC διάβολος NOUN 447
διάβολός NOM.SG MASC διάβολος NOUN 17
Διάβολος NOM.SG MASC διάβολος NOUN 5
Διάβολοϲ NOM.SG MASC διάβολος NOUN 3
διαβόλου NOM.SG MASC διάβολος NOUN 1
διάβολος< NOM.SG MASC διάβολος NOUN 1