θανατῶδες

Count: 4

NOM.PL MASC θανατώδης NOUN indicating death

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

θανατῶδες NOM.SG NEUT θανατώδης ADJ 41
θανατῶδες ACC.SG NEUT θανατώδης ADJ 17
θανατῶδες NOM.PL FEM θανατώδης NOUN 2
θανατῶδες PRES ACT NOM.PL MASC PTCP θανατώδης VERB 1
θανατῶδες NOM.PL NEUT θανατώδης ADJ 1
θανατῶδες NOM.PL FEM θανατώδης ADJ 1
θανατῶδες ACC.SG NEUT θανατώδης NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Θανατῶδες NOM.PL MASC θανατώδης NOUN 3
Θανατώδεις NOM.PL MASC θανατώδης NOUN 1
θανατῶδές NOM.PL MASC θανατώδης NOUN 1