συγκεκόφθαι

Count: 4

PRF MID INF συγκόπτω VERB to break up, cut up

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ϲυγκεκόφθαι PRF MID INF συγκόπτω VERB 3
ξυγκεκόφθαι PRF MID INF συγκόπτω VERB 1
συγκεχῦσθαι PRF MID INF συγκόπτω VERB 1
ϲυνεκεκόφθαι PRF MID INF συγκόπτω VERB 1
συνδιῃρῆσθαι PRF MID INF συγκόπτω VERB 1
ϲυγκόπτεϲθαι PRF MID INF συγκόπτω VERB 1