κατείλοχε

Count: 4

IMPRF ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB to seize upon, lay hold of

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατείλοχε AOR ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 1
κατείλοχε PRF ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 1

Other Forms With Same Analysis

κατελάμβανεν IMPRF ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 57
κατελάμβανε IMPRF ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 46
διεδείκνυ IMPRF ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 3
διεδείκνυε IMPRF ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 2
καταλαμβόἐκέλευε IMPRF ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 1
Κατελάμβανε IMPRF ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 1
κατείληφευ IMPRF ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 1
καταλάμβανε IMPRF ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 1
διεδείκνυεν IMPRF ACT 3SG IND καταλαμβάνω VERB 1