ἀστεροπητής

Count: 4

NOM.SG MASC ἀστεροπητής NOUN the lightener

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἀστεροπητής GEN.SG FEM ἀστεροπητής NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

ἀστεροπητὴς NOM.SG MASC ἀστεροπητής NOUN 5
Ἀϲτεροπητήϲ NOM.SG MASC ἀστεροπητής NOUN 1